Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

 

ΠΩΣ ΕΝΑ ΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗ ΒΟΗΘΑΕΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟ ΑΛΛΟ

 Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους˙ κάτασπρες ήταν οι στέγες των σπιτιών.


Τα σπουργίτια δεν έβρισκαν τροφή και πεινούσαν.


Ένα σπουργίτι πέταξε στο στάβλο ενός αλόγου.


– Μου δίνεις την άδεια να φάω κι εγώ λίγους σπόρους; του λέει. Όλα γύρω τα σκέπασαν τα χιόνια. Δε βρίσκω να φάω και πεινώ το άμοιρο. Αν έβρισκα, δε θα ζητιάνευα.




Το άλογο αποκρίθηκε με καλοσύνη:


– Έλα κοντά με θάρρος και φάε όσο θέλεις. Είναι εδώ αρκετό κριθάρι και για μένα και για σένα. Το σπουργίτι πλησίασε, κι έτσι έτρωγαν μαζί, σαν αγαπημένοι φίλοι. Αφού χόρτασε, το σπουργίτι είπε:


– Σ’ ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ πολύ. Μου έκανες μεγάλη χάρη και δε θα τη λησμονήσω. Κι ενώ πετούσε, έλεγε με το νου του: – Η χάρη θέλει αντίχαρη. Μα τι μπορώ να κάμω, εγώ ο μικρός, στο μεγάλο και δυνατό άλογο;


Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, κι ύστερα το καλοκαίρι. Πολύ μεγάλη ήταν η ζέστη. Πλήθος μύγες ήταν στο στάβλο και πείραζαν το άλογο και δεν το άφηναν να ησυχάσει. Τότε είπε ο σπουργίτης:


– Να ώρα, να κάμω κι εγώ κάτι στο καλό άλογο. Πέταξε μέσα στο στάβλο και κατάπινε τις μύγες. Έτσι χόρταινε, μα και λευτέρωνε το φίλο του από τη μεγάλη ενόχληση. Το άλογο χλιμίντριζε από ευχαρίστηση, σα να έλεγε στο σπουργίτι:


– Σ’ ευχαριστώ, αγαπητό μου σπουργιτάκι.




Αρ. Π. Κουρτίδης, Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, Μέρος Πρώτο, Ο.Ε.Δ.Β.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους και πολλά πλούτη, που πριν π...