Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

 

Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ



Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους και πολλά πλούτη, που πριν πεθάνει τα μοίρασε στους γιους του. Οι δυο μεγαλύτεροι έζησαν άσωτα, σπατάλησαν τους θησαυρούς του πατέρα τους ώσπου δεν έμεινε τίποτα και κατάντησαν ζητιάνοι. Ο μικρότερος, όμως, νοικοκυρεύτηκε με το μερίδιό του, παντρεύτηκε κι η γυναίκα του του έκανε μια πεντάμορφη κόρη. Σαν μεγάλωσε η κόρη, αυτός της έχτισε κάτω από τη γη ένα μεγάλο παλάτι. Έπειτα κλείδωσε την κόρη του εκεί μέσα κι έστειλε σ' όλο τον κόσμο αγγελιοφόρους να διαλαλήσουν πως όποιος έβρισκε τη βασιλοπούλα θα την έπαιρνε γυναίκα του. Αν όμως δεν την έβρισκε, θα πέθαινε. Αφού βρήκαν πολλοί το θάνατο, σκέφτηκε να δοκιμάσει κι ένα παλικάρι που η εξυπνάδα του ήταν μεγάλη όσο κι η ομορφιά του. Πήγε λοιπόν σ' ένα τσοπάνη και τον παρακάλεσε να τον βάλει σε μια χρυσόμαλλη προβιά κι έτσι μεταμφιεσμένο να τον πάει στο βασιλιά. Ο τσοπάνης δέχτηκε, πήρε μια προβιά

με χρυσό μαλλί, έκρυψε μέσα το παλικάρι, πρόσθεσε φαί και ποτό και πήγε στο με χρυσό μαλλί, έκρυψε μέσα το παλικάρι, πρόσθεσε φαί και ποτό και πήγε στο βασιλιά.

Σαν είδε αυτός το χρυσό αρνί, ρώτησε τον τσοπάνη: «Το πουλάς; ». Ο τσοπάνης απάντησε: «Όχι, βασιλιά, δεν το πουλάω. Αν όμως σ' αρέσει, μετά χαράς να σ' εξυπηρετήσω και να στο δανείσω για τρεις μέρες χωρίς ανταμοιβή. Μετά όμως το θέλω πίσω».

Ο βασιλιάς υποσχέθηκε να το επιστρέψει και ξεκίνησε να πάει το αρνί στην κόρη του. Πήγε στο παλάτι του και όταν έφτασε έξω από μια πόρτα φώναξε: «Ανοίξτε, τάρταρα, μάρταρα της γης!». Τότε η πόρτα άνοιξε μόνη της, κι αφού πέρασαν πολλά δωμάτια έφτασαν έξω από μια δεύτερη πόρτα. Ο βασιλιάς ξαναφώναξε: «Ανοίξτε, τάρταρα, μάρταρα της γης!». Τότε η πόρτα άνοιξε μόνη της κι ο βασιλιάς με τα' αρνί μπήκαν στην κάμαρα της πριγκίπισσας, που το πάτωμα, οι τοίχοι και το ταβάνι ήταν από ατόφιο ασήμι! Ο βασιλιάς καλημέρισε τη βασιλοπούλα, την έδωσε το αρνί κι έφυγε. Τη νύχτα ο νέος έβγαλε την προβιά. Και σαν είδε η βασιλοπούλα πως ήταν τόσο όμορφος, τον ερωτεύτηκε και τον ρώτησε: «Γιατί χώθηκες στην προβιά κι ήρθες εδώ;». Αυτός αποκρίθηκε: «Σαν είδα πως τόσοι και τόσοι δεν μπόρεσαν να σε βρουν κι έχασαν τη ζωή τους, σοφίστηκα αυτό το κόλπο για να έρθω κοντά σου». Τότε η βασιλοπούλα φώναξε: «Αχ, αυτό καλά το κατάφερες. Αλλά να ξέρεις πως δεν κέρδισες ακόμα το στοίχημα. Γιατί ο πατέρας μου θα μας μεταμορφώσει μαζί με τις δούλες μου σε πάπιες και θα σε ρωτήσει: ποια απ' αυτές τις πάπιες είναι η πριγκίπισσα; εγώ όμως τότε θα γυρίσω το λαιμό μου και θα καθαρίσω με το ράμφος τις φτερούγες μου, για να μ' αναγνωρίσεις».

Αφού έμειναν μαζί τρεις μέρες ξανάρθε στο βασιλιά ο τσοπάνης και ζήτησε πίσω το αρνί του.

Ο βασιλιάς πήγε στην κόρη του για να το πάρει. Αυτή έκανε πως λυπήθηκε πολύ, γιατί έπαιζε πολύ όμορφα με τα΄ αρνάκι. Αλλά ο βασιλιάς της είπε: «Δεν μπορώ να στ' αφήσω γιατί είναι δανεικό». Το πήρε λοιπόν και το ξανάδωσε στον τσοπάνη. Τότε το παλικάρι πέταξε την προβιά, πήγε στο βασιλιά και του είπε: «Βασιλιά, εγώ θα βρω την κόρη σου». Σαν είδε ο βασιλιάς το όμορφο παλικάρι, του είπε: «Κρίμα τα νιάτα σο, καλό μου παιδί. Αυτή η απόφαση στοίχισε τη ζωή σε πολλούς και θα σημαίνει και τον δικό σου το θάνατο». «Επιμένω, βασιλιά.  θα βρω τη βασιλοπούλα ή θα χάσω το κεφάλι μου». Τότε ο βασιλιάς μπήκε μπροστά και το παλικάρι τον ακολούθησε, ώσπου έφτασαν μπροστά στη μεγάλη πόρτα. Τότε το παλικάρι είπε στο βασιλιά: «Πες τρεις λέξεις για ν' ανοίξει». Κι ο βασιλιάς είπε: «Ποιες είναι αυτές οι λέξεις; Μήπως: κλειδαριά, κλειδαριά, κλειδαριά;». «Όχι», απάντησε το παλικάρι, «να πεις: Ανοίξτε, τάρταρα, μάρταρα της γης!». Σαν το έκανε αυτό ο βασιλιάς, η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα. Απ' το κακό του ο βασιλιάς δάγκωνε το μουστάκι του. Έφτασαν έπειτα μπροστά στη δεύτερη πόρτα κι έγινε όπως με την πρώτη. Μπήκαν μέσα και βρήκαν τη βασιλοπούλα.

Τότε ο βασιλιάς είπε: «Καλά, την πριγκίπισσα τη βρήκες. Τώρα όμως θα τη μεταμορφώσω μαζί με τις δούλες της σε πάπιες, κι αν μαντέψεις ποια απ' αυτές είναι η κόρη μου, θα την πάρεις γυναίκα σου». Και στη στιγμή ο βασιλιάς μεταμόρφωσε όλα τα κορίτσια σε πάπιες, τις έδειξε στο παλικάρι και του είπε: «Δείξε μου τώρα ποια είναι η κόρη μου». Τότε η βασιλοπούλα καθάρισε με το ράμφος της τις φτερούγες της, όπως είχαν κανονίσει, και το παλικάρι είπε: «Αυτή που καθαρίζει τις φτερούγες της είναι η βασιλοπούλα». Τότε ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έδωσε την κόρη του στο παλικάρι κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.



Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε



Λαϊκό παραμύθι Johann Georg von Hahn, Ελληνικά Παραμύθια, εκδ. Όπερα, Αθήνα 1991, σελ. 76 -79


Photos via: clipartof.com.1044075

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024

 



ΤΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ

Το παραμύθι που ακολουθεί είναι κεφαλονίτικη παραλλαγή μιας παλαιάς λαϊκής αφήγησης. Ανήκει στον ευρύ τύπο των διηγηματικών ή κοσμικών παραμυθιών, τα οποία αναφέρονται στις περιπέτειες των ανθρώπων χωρίς να χρησιμοποιούν υπερφυσικά στοιχεία. Ειδικότερα, το συγκεκριμένο παραμύθι κατατάσσεται στην κατηγορία των διδακτικών παραμυθιών που, όπως παρατηρεί ο Δ. Λουκάτος, «έχουν πάντα μέσα τους μια διάθεση για διδασκαλία».


Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το 'χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει, ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος. Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει. 

-«Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. 

-«Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ», 

-«Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!»

- «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το 'χεις;» 

-«Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!...».

Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: 

-«Άκουσε, βασιλιά μου. Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το 'χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».




Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ' όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα έφερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ' όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το 'να του μύριζε, τ΄ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.

-«Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. 

-«Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. 

-«Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» 

-«Μπα;», έκαμε ο γέροντας, «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν' αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.

-«Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ' από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ' αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να 'ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!»

Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του 'λεγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι,

μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ' ένα χωράφι σπαρμένο.

Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει. 

-«Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός, Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει. 

-«Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ' αυτά τα δεμάτια,

πάμε στ' αλώνι να τ' αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς περσότερ' από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ' ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε. Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά.

 -«Ξύπνα», του λέει«τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ' αλέσουμε! Πάρτο εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώκαι πάμε εκεί στην κορφή του βουνούπου 'ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάςαφού έτσι ήτανε η συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφήΤώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα.

Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος ταλεύρι

-«Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέροςΞεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύριτο 'ριξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλακι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλιαΟ βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζότανόταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους

-«Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.

-«Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος.



Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε.

- «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε. 

-«Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξειςΤώρα είσ' ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει». Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι τουδούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι' άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξιά κι έτρωε καλάπου μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι




Πηγή: Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, επιμέλεια ΔΛουκάτος, Βασική Βιβλιοθήκη, Ζαχαρόπουλος 

Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2228/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Gymnasiou_html-empl/index02_01.html



Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022




ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ   

διήγημα Χριστουγέννων του 

Ναπολέων Λαπαθιώτης 

Από πολύ πρωί, σχεδόν προτού να βγει ο ήλιος, είχαν πάρει σβάρνα όλη τη γειτονιά, και είχαν πει τα κάλαντα σ’ όλα τα γύρω σπίτια. Δεν είχαν αφήσει πόρτα, μάντρα, μαγαζί, να μη χτυπήσουν…

— Ναν τα πούμε; Ναν τα πούμε;… Ώς το μεσημέρι, η βόλτα τους ήταν τελειωμένη. Και μην έχοντας πού αλλού να πάνε, πήγαιναν ξανά στα ίδια σπίτια.

Ήταν ο Μήτσος, ο Τάσος κι ο Λεύτερης –αυτοί που τραγουδούσαν— κι ο Γιώργος με το τρίγωνο, κι ο Κώτσος που βαρούσε τη φυσαρμόνικα.

Κι η δουλειά είχε πάει φίνα. Οι τσέπες τους ήταν βαριές από δεκάρες κι από φράγκα.

Είχαν τόσους γνωστούς, παντού! Όλες οι γυναίκες τούς ήξεραν, όλος ο κόσμος, σχεδόν, τους αγαπούσε: Δεν ήταν σπίτι, που να μην είχαν κάνει, κάποτε, θελήματα —μαγαζί, που να μην είχαν, κάποτε, δουλέψει…

Ώς κι ο μπαρμπα-Στάθης, ο μπακάλης, ο γκρινιάρης, που του ’χαν σπάσει κάποτε τα τζάμια, έβγαλε και τους έδωσ’ ένα δίφραγκο…

Κατά τις δυο τ’ απόγεμα, αφού τσίμπησαν λίγο φαΐ, στο πόδι, αποφάσισαν να ξανοιχτούν και σ’ άλλες γειτονιές.

Ο Κώτσος, που ήταν γενικός ταμίας τους, είχε τη σοφή ιδέα, για να μη βαραίν’ η τσέπη του, να μαζέψει όλη τη γαζέτα, και να την πάει σ’ έναν καπνοπώλη, να την κάνει, ολόκληρη, χαρτί…

Δεν τραγουδούσαν και πολύ καλά —αλλά, σ’ αυτές τις περιστάσεις, η πρόθεση είναι το παν! Κι εκείνοι που τους άκουγαν, δεν είχαν, βέβαια, απαίτηση ν’ ακούσουν και Καρούζο! Έφτανε που τα ’λεγαν, απλώς, «για το καλό»…

Και το βράδυ τούς βρήκε μακριά, στην άλλη άκρη της Αθήνας.

Βραχνιασμένοι, κατακουρασμένοι, έκατσαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο να ξεκουραστούν. Η εσοδεία ήταν τόσο άφθονη, ώστε σκέφτηκαν πως είχαν το δικαίωμα κι αυτοί να το ρίξουν λίγο όξω, μια κι η περίσταση το είχε φέρει έτσι. Απ’ τους κουραμπιέδες προχώρησαν στους μπακλαβάδες και τα γαλατομπούρεκα —ώσπου δε μπορούσαν να χωρέσουν άλλο…



Κι επειδή ένα έξοδο φέρνει αμέσως τ’ άλλο, αποφάσισαν να πάνε και στον κινηματογράφο.

Μπήκαν μέσα, με το τρίγωνο και με τη φυσαρμόνικα, χωρίς να ξέρουν τι ταινία έπαιζε, και κάθισαν μπροστά, στις πρώτες θέσεις, που ήταν αδειανές.

Η ταινία παράσταινε κυνηγητά, απαγωγές, ληστείες. Ένα μικρό παιδί ήταν ο ήρως. Αυτός γινόταν ο ανέλπιστος σωτήρας, κι έκανε θαύματα πραγματικά παλικαριάς…

Η σάλα ήταν γιομάτη κόσμο: Φαντάροι, ναύτες και πολίτες, στριμωγμένοι όλοι, φύρδην μίγδην, παρακολουθούσαν την ταινία, και χειροκροτούσαν κάθε φορά που ο μικρός νικούσε ή κατάφερνε κανένα νέο κόλπο, εις βάρος των οχτώ αγριανθρώπων που είχαν κλέψει με  τη βία μια κοπέλα, για να μάθουν κάποιο μυστικό…

Όταν τελείωσε ο κινηματογράφος —επειδή ήταν νωρίς ακόμα— έμειναν και στη δεύτερη παράσταση.

Ήθελαν να ξαναδούνε την ταινία, που τους είχε δώσει τόσες συγκινήσεις. Και την ξαναείδαν πάλι, ξαναπερνώντας απ’ τις ίδιες περιπέτειες, και ξαναδοκιμάζοντας τις ίδιες συγκινήσεις —ώσπου ξανατελείωσε, υπό τα γενικά χειροκροτήματα, και το πανί τούς είπε «Καληνύχτα»…

Η ώρα ήταν δώδεκα και τέταρτο.

Τότε αποφάσισαν να γυρίσουν σπίτια τους. Κι επειδή, σ’ αυτό το μεταξύ, είχαν ξαναπεινάσει, κάθισαν πάλι, σ’ ένα μαγαζί, κι έφαγαν πέντε πιάτα λουκουμάδες.

Και ξεκινήσαν για τη γειτονιά τους, χοροπηδώντας και κάνοντας αστεία, βαρώντας καρπαζιές ο ένας τον άλλο, με φωνές και με κυνηγητά…

Κι ενώ προχωρούσαν έτσι, αφού είχαν στρίψει ένα σωρό γωνιές, ξαφνικά ανακάλυψαν πως είχαν χάσει το δρόμο…

Γύρω τους, τώρα, δεν υπήρχαν σπίτια αλλά ένας κάμπος, βαθύς και σκοτεινός, που ποτέ τους δεν τον είχαν ξαναδεί…

Σταμάτησαν τις τρέλες τους με μιας, και κοιταχτήκανε κι οι πέντε μ’ απορία…

Δεν περπατούσαν πια σε δρόμο, αλλά περνούσαν μέσ’ από χωράφια, και τα πόδια τους βούλιαζαν μέσ’ στο χώμα, που φαινόταν σαν υγρό απ’ τις βροχές.

Δεν υπήρχε γύρω τους τίποτε, παρά, πού και πού, ο ίσκιος ενός δέντρου. Τ’ άστρα έλαμπαν ψηλά, στον ουρανό, κι η αστροφεγγιά τους ήταν τόσο δυνατή, που προχωρούσαν μέσ’ στα σκοτεινά, χωρίς να ξέρουν κατά πού βαδίζουν, αλλά και δίχως να παραπατάνε…

Και στα χέρια τους δεν κρατούσαν πια, ούτε το τρίγωνο, ούτε τη φυσαρμόνικα. Αντί όμως, να βάλουν τις φωνές και να γυρίσουν, να ψάξουνε στο δρόμο —αυτό το πράμα, το πολύ παράξενο, τους φαινόταν τόσο φυσικό, που δε σκέφτηκε κανένας να μιλήσει…

Περπατούσαν σιωπηλοί κι εκστατικοί, με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα, μ’ εμπιστοσύνη, δίχως να φοβούνται… Μόνο που τώρα, δίχως να το θέλουν και δίχως να σκεφτούν γιατί το κάνουν, ήταν κι οι πέντε τους πιασμένοι απ’ τα χέρια.

Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, ώστε οι καρδιές τους, που χτυπούσαν, ακουγόντουσαν μ’ έναν ήχο ρυθμικό και κρυσταλλένιο. Κι ενώ προχωρούσαν, το σκότος άρχισε να γίνεται λιγότερο. Θα ’λεγε κανένας, πως άρχιζε να ξημερώνει. Και τότε είδαν πως, το φως αυτό, ήταν το φως ενός μεγάλου άστρου, ενός μεγάλου άστρου δυνατού, που ξεχώριζε ανάμεσ’ από τ’ άλλα, σ’ ένταση, σε γλύκα και σε πάθος, όπως ξεχωρίζει το βιολί μέσ’ στους άλλους ήχους της Ορχήστρας!

Και προχωρούσαν προς το φως, αυτό, μαγεμένοι και σαν υπνωτισμένοι, δίχως να νοιάζονται καθόλου πού πηγαίνουν, με την καρδιά πλημμυρισμένη ευτυχία, σαν να ’χαν πιει, χωρίς να καταλάβουν, κάποιο γλυκό κι αλλόκοτο κρασί…

Αυτό το πράμα βάσταξε, δεν ξέρω πόση ώρα.

Κι έπειτα είδαν κάποια λάμψη που τρεμόσβηνε, σ’ ένα μικρό σπιτάκι, μακριά.

Ήθελαν, δεν ήθελαν, τα πόδια τους τούς έφερναν εκεί.

Κι ενώ πλησίαζαν, ο πρώτος ήχος που ’φτασε στ’ αυτιά τους, ήταν σαν ένα πράο μουγκρητό, σαν ένα βέλασμα προβάτων μακρινό, κι η μαλακή φωνή μιας αγελάδας…

Τότε κατάλαβαν πως η μικρή εκείνη μάντρα, ήταν μια φτωχική μικρούλα στάνη —και στο βάθος της μικρής εκείνης στάνης μια μικρούλα ξύλινη καλύβα.

Και καθώς προχώρησαν να μπούνε μέσ’ στη μάντρα, γιατί μια δύναμη παράξενη τούς έσπρωχνε, είδαν κόσμο συναγμένο μέσα. Κι όλος αυτός ο κόσμος ήταν πολύ αλλιώτικα ντυμένος. Ήταν ζωσμένο το κορμί του με προβιές, κι είχε τους ώμους και τα πόδια του γυμνά.

Τότε θέλησαν να προχωρήσουν παραμέσα. Γλίστρησαν μέσ’ απ’ τους αμίλητους ανθρώπους, που στεκόσανε τριγύρω σαν αγάλματα, κι οι περισσότεροι ήταν γονατισμένοι –κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας,

Στην αρχή δε μπόρεσαν να διακρίνουν τίποτε. Τόσο πολύ τούς θάμπωσε το δυνατό το φως, που ’βγαινε απ’ τα βάθη της καλύβας. ‘Έπειτα, όμως, σιγά σιγά συνήθισαν, κι άρχισαν να βλέπουν καθαρά.

Η καλύβα ήταν φωτισμένη, ήταν πλημμυρισμένη από φως, χωρίς να φαίνεται ολότελα, στο μάτι, από πού ερχόταν τόση λάμψη! Κοίταζαν με μάτια θαμπωμένα, και δε μπορούσαν να τ’ ανακαλύψουν…

Είδαν τότε, στη μέση της καλύβας, καθισμένη χάμω μια γυναίκα, το πρόσωπό της δε φαινότανε διόλου. Στην αγκαλιά της είχ’ ένα μωρό.

Ήταν καθισμένη χάμω, σ’ ένα παχύ, χοντρό δεμάτι άχερα, κι ήταν προσηλωμένη στο μωρό της. Δε σήκωνε τα μάτια από πάνω του.

Δίπλα της στεκόταν ένας άντρας, που, κι αυτός, ήταν ντυμένος σαν τους άλλους, με μια προβιά στη μέση, και ξυπόλυτος.

Κι οι δυο κοιτούσαν με λαχτάρα το μωρό.

Τότε η γυναίκα σήκωσε τα μάτια, και μια στιγμή τα κάρφωσε στο πλήθος. Φαινόταν νέα και πολύ ωραία, με μάτια τρυφερά και πονεμένα —μάτια τόσο γιομάτα καλοσύνη, που τα παιδιά κατάλαβαν αμέσως, πως έπρεπε κι αυτά να γονατίσουν…

Έγειραν και τα πέντε στη σειρά, κι η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ένιωθαν τώρα μια παράξενη λατρεία, μια καινούργια κι ανεξήγητη λατρεία, δίχως να μπορούν να πούνε λέξη, σα να τους είχαν πάρει τη μιλιά!

Δεν ακουγόταν τίποτ’ άλλο, στην καλύβα, παρά το βέλασμα των ήμερων προβάτων, που πλάγιαζαν τριγύρω στη γυναίκα, κι είχαν ακουμπισμένα τα κεφάλια τους, στα γόνατά της και στη μαύρη της ποδιά.

Κι ήταν, παντού, σα μια πανώρια μουσική, σα μιαν αόρατη, μεγάλη αρμονία, λες κι όλα τραγουδούσαν, δίχως ήχους, ένα βαθύ κι αιώνιο σκοπό.

Και τα παιδιά έγειραν το κεφάλι κι ακούμπησαν το μέτωπο στο χώμα.

Κι ενώ ήταν σκυμμένα έτσι, χάμω, και τα χείλη τους φιλούσανε το χώμα, άκουσαν, άξαφνα, σαν ποδοβολητά αλόγων.

Σήκωσαν τότε τα κεφάλια τους και κοίταξαν. Και είδαν, πίσω τους, στην είσοδο της μάντρας, να ξεπεζεύουν τρεις ωραίοι άντρες, ακόμα πιο παράξενα ντυμένοι.

Φορούσαν ρούχα βελουδένια, κι είχαν απάνω, κεντημένα με χρυσάφι, τ’ άστρα, και στη μέση το φεγγάρι. Στ’ αυτιά τους ήταν περασμένα σκουλαρίκια, και κουβαλούσανε πολύτιμα κουτιά, σκαλισμένα, γύρω γύρω, με ζεντέφια.

Μόλις ξεπέζεψαν, προχώρησαν κι οι τρεις, κι έφτασαν ώς την πόρτα της καλύβας. Έπεσαν τότε χάμω, και προσκύνησαν. Κι αφού φιλήσανε το χώμα και προσκύνησαν, σηκώθηκαν και στάθηκαν στη μέση. Κι άνοιξαν τα πολύτιμα κουτιά.

Κι όλος ο τόπος γιόμισε αρώματα μεθυστικά κι αλλόκοτα λιβάνια, που σκέπασαν τη μυρουδιά του στάβλου, και την αποφορά της κοπριάς —κι έκαμαν τη φτωχή μικρή καλύβα, να μοσχοβο­λάει σα ναός…

Κι έβγαλαν μέσ’ απ’ τα κουτιά φανταχτερά στολίδια —ρουμπίνια και τοπάζια κι αμεθύστους, και περιδέραια όλα μαργαριτάρια– και τ’ ακουμπήσαν στης γυναίκας την ποδιά…

Και τα παιδιά σηκώσανε τα μάτια τους, και ξανακοίταξαν μπροστά τους, θαμπωμένα…

Και καθώς άνοιξαν τα μάτια να κοιτάξουν, βρέθηκε, το καθένα, μέσ’ στα ρούχα του, στο φτωχικό συνηθισμένο του κρεβάτι…

Τότε, το καθένα χωριστά, είπε, μέσ’ στα βάθη της ψυχής του, πως όλ’ αυτά, τα είχε δει μέσ’ στ’ όνειρό του… Και γι’ αυτό, το βράδυ που ξανάσμιξαν, δεν έκαμαν ολότελα κουβέντα.

Επειδή, βλέπεις, τα παιδιά, δεν είναι σαν και μας, τους πιο μεγάλους, που φλυαρούμε διαρκώς το καθετί, και ξαναλέμε ό,τι είδαμε στον ύπνο μας. Εκείνα δεν το συζητούν ποτέ, ούτε το σχολιάζουν μεταξύ τους.

Κι εξ άλλου, το ξεχνούν την ίδια μέρα…




Πηγή: https://sarantakos.wordpress.com/2012/12/25/lapathiotis-kalanta/








Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

 

Αργύρη Εφταλιώτη, «Ο μπαρμπα Γιάννης κι ο γάδαρός του»


Αν έχει ιστορία ο μπαρμπα-Γιάννης, τη χρωστάει στο γάδαρό του. Επειδή ο γάδαρός του –Ψαρό τον έλεγε, ας τον πούμε και μεις Ψαρό– δούλεψε καλά στη ζωή, του, από την ώρα που σήκωσε σαμάρι η ράχη του. Επειδή στάθηκε καλότυχος γάδαρος ο Ψαρός, μ' όλη του τη βαριά δουλειά που έκαμε στη ζωή του. Επειδή ήτανε γάδαρος με χαρακτήρα ο Ψαρός, και τον έδειξε τον χαρακτήρα του τότες που τον είχε ο μπαρμπα-Γιάννης έξι μήνες δεμένο στο μαγγανοπήγαδό του, έξι ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες που μπορούσαν και λιοντάρι να δαμάσουν, κι ωστόσο ο Ψαρός μήτε τη δύναμή του έχασε στο ζυγό εκείνο, μήτε τη μεγάλη του φωνή, μήτε τη σβελτάδα του, όταν από καιρό σε καιρό, τον άφηνε ο αφέντης του στο χωράφι να πάρει λιγάκι αέρα, να δροσιστεί με χορτάρι χλωρό. Όταν ο μπαρμπα-Γιάννης έχασε το περιβόλι του, άλλο δεν του έμενε παρά ο Ψαρός. Αυτός ήταν ο φίλος του, η σερμαγιά του, το στήριγμά του. Μ' αυτόνα δούλευε, μ' αυτόνα μιλούσε. Ανεβοκατέβαινε το βουναράκι του χωριού του με τον Ψαρό, και δεν ήταν πραμάτεια, δεν ήτανε λαχανικά, πωρικά, ξύλο, που δεν περνούσαν από του Ψαρού τη σταυρωτή ράχη πριν να 'ρθουνε στου μπαρμπα-Γιάννη τη γειτονιά.

Κατάντησε μπαρμπα-Γιάννης και Ψαρός να είναι ένα πράμα. Μαζί τρώγανε, μαζί περπατούσανε, μαζί κοιμούνταν. Έξω, έξω στην άκρη του χωριού, ο μπαρμπα-Γιάννης στο καλύβι ολομόναχος, ο Ψαρός στην αυλή. Έβγαινε ο μπαρμπα-Γιάννης στην πόρτα του πρωί πρωί, κι η πρώτη του καλημέρα ήτανε στον Ψαρό. Γύριζε τότες ο Ψαρός το κεφάλι κατά τον αφέντη του, σάλευε τ' αυτιά του με λαχτάρα κι αγάπη, και τον κοίταζε με μάτια πανώρια, μάτια που μπορούσε κι η πιο μαυρομάτα κοπέλα να τα ζουλέψει. Άλλοτε πάλι, στη δουλειά απάνω, αν ήτανε μεγάλη η ζέστη, παραπολύ βαρύ το γομάρι, και τύχαινε κι Ψαρός να είναι κακοδιάθετος ή παρακουρασμένος και δεν ανέβαινε τον ανήφορο με μεγάλη προθυμία, έχανε την υπομονή του ο μπαρμπα-Γιάννης, και του μιλούσε σε γλώσσα που άνθρωπος να την υποφέρει ήταν αδύνατο, κι ωστόσο ο Ψαρός την υπόφερνε, κι έκανε τα καλά του μάλιστα, επειδή το γνώριζε πως έχει και ξύλο, αν και το ξύλο ο μπαρμπα-Γιάννης δεν του το 'δινε, παρά σαν έβλεπε πως δεν περνούσαν τα λόγια. Γάδαρος γνωστικότερος από ανθρώπους πολλούς που δεν εννοούν τίποτις να σου δώσουν, με τίποτις να συμφωνήσουν, όσο λογικό και να είναι, παρά σαν δούνε σα νιώσουν τη βία, είτε στη ράχη τους, είτε κι αλλιώς. Μα όλα τα πράματα αυτουνού του κόσμου έχουν ένα τέλος, κι είχε και του μπαρμπα Γιάννη και του Ψαρού η αχώριστη φιλία το τέλος της.

Ανέβαινε τ' αγαπημένο ζευγάρι από τον κάμπο, μέρα μεσημέρι. Αύγουστο μήνα, με γομάρι σταφύλια. Ήταν τρυγητός, καιρό δεν είχανε να χάνουν, τα σταφύλια περίμεναν στ' αμπέλι κομμένα, να κουβαληθούνε, να ζουληχτούνε, να γίνουν πετμέζι, μούστος κρασί. Ήταν το τρίτο ταξίδι τούτο. Έπρεπε να γίνουν άλλα τρία ταξίδια, και μήτε να σταθούνε στο μισό δρόμο, να ξεκουραστούνε, δεν είχαν καιρό. Ήταν τώρα γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης μα κι ο Ψαρός ακόμα πιο γέρος. Δεν είχε πια ο Ψαρός την πρώτη σβελτάδα του.


– Τρέχα, κακόμοιρε, του έλεγε ο μπαρμπα Γιάννης βραχνά βραχνά, τρέχα, γιατί έχουμε άλλα τρία. Και τότες πια θα 'χεις χειμωνικόφλουδα απόψε στο φαγί σου. Άιντε και φτάσαμε κακορίζικε!

Ηρωικός γάδαρος ο Ψαρός, διακριτικός αφέντης ο μπαρμπα-Γιάννης. Γι' αυτό έζησε ο Ψαρός και χρόνια πολλά, και τον ωφέλησε τον αφέντη του, όσο γάδαρος άνθρωπο ποτές δεν ωφέλησε Κι έκανε ο Ψαρός να τρέξει γληγορότερα, μα τα πόδια του έτρεμαν, ήταν κατεβασμένα τ' αυτιά του, και γόγγυζε. Εκεί που γόγγυζε κοντοστέκεται, λυγίζουν τα γόνατά του, πέφτει κάτω, η άσπρη κοιλιά του στον ήλιο, τα πόδια του στον αέρα, τα κοφίνια με τα σταφύλια αποπίσω του.

Έτρεξε Ο μπαρμπα-Γιάννης κατατρομασμένος, πρώτη φορά που πάθαινε τέτοιο πράμ' ο Ψαρός. Άρχισε να ξελύνει του σαμαριού το λουρί, που του παράσφιγγε την κοιλιά του Ψαρού, και του 'κοβε την αναπνοή. Το 'σκισε το λουρί με το μαχαίρι του, παραμέρισε το σαμάρι όσο μπορούσε, ύστερα παίρνει το καπίστρι, και τραβάει τον Ψαρό να τόνε σηκώσει.

Έλα γέρο μου, σήκω καημένε, σήκω κι έχουμε τρία ταξίδια ακόμα. Σήκω και θα 'χεις και κριθάρι απόψε. Σ' αξίζει, καημένε. Σήκω. Ψαρέ μου!

Μα πού να σηκωθεί ο Ψαρός!. Σκύβει ο μπαρμπα-Γιάννης και χαδεύει τη ράχη του, το λαιμό του, το μέτωπό του, τραβάει έπειτα πάλι, σηκώνεται ο Ψαρός! του κάκου! Δε

Του πέρασε τότες από το νου του σαν αστραπή, ο φόβος μήπως έπαθε τίποτις ο Ψαρός, μήπως κι ο φόβος μονάχα τον έκαμε να καθίσει, ν' ακουμπήσει κάπου, να συνεφέρει, να πάρει δύναμη για να μπορέσει να κοιτάξει τα μάτια του, να προσέξει την αναπνοή του, να καταλάβει αν ζει ο Ψαρός του.

Κάθισε λαχανιασμένος αφανισμένος από την κούραση, από τη βιάση του να ξελύσει το σαμάρι να παραμερίσει τα κοφίνια, από τα τράβα τράβα το καπίστρι να σηκωθεί ο Ψαρός, από τον ήλιο το φοβερό που τον έδερνε καθώς έπεφτε στην κορφή του.

 Ξανασυλλογίστηκε άξαφνα το δόλιο τον Ψαρό και πάσκισε να συρθεί κατακεί που ήταν πλαγιασμένος, να τόνε χαδέψει, να τον κάμει να σηκωθεί, να τον καβαλικέψει έπειτα και να πάει στο καλύβι του, να συχάσουν κι οι δύο τους, κι ας πάνε στο καλό τα σταφύλια.

Μα πού να σηκωθεί πια ο μπαρμπα-Γιάννης! Όσο το συλλογιότανε να σηκωθεί, άλλο τόσο βούλιαζε μέσα στη λιγοθυμιά που τον πήρε, βούλιαζε, όλο βούλιαζε, και τώρα πια άλλο δεν έμενε μέσα στο νου του παρά να μπορέσει ν' απλώσει το χέρι του απάνω στον Ψαρό, να του δώσει να καταλάβει πως είναι κοντά του, πως παρακουράστηκε κι αυτός, και θα μείνει πλαγιασμένος, ώσπου να συνεφέρει.

Μάζεψε τη στερνή του δύναμη κι άπλωσε ο γέρος το χέρι του. Έπεσε βαριά το χέρι απάνω στον άψυχο το λαιμό του Ψαρού.

Κάθισε και σηκωμό πια δεν είχε. Μόνο έγειρε σ' ένα βράχο πλαγινό, στο μισό το δρόμο του βουνού, που ψυχή δεν φαίνονταν από πουθενά να 'ρθει και να του χύσει μια στάλα νερό να τόνε Έμεινε καθώς έπεσε το χέρι, έμεινε κι ο γέρος ασάλευτος, αμίλητος, αξύπνητος. Τίποτις δεν έφεγγε πια μέσα στο σβησμένο το νου του, και μήτε τα μερμήγκια κι οι μύγες, μήτ' αυτά δεν τον πείραζαν πια. Μόνο τον έδερνε ο ήλιος, κι αυτός κοιμούνταν τον αιώνιο τον ύπνο, κοντά στον Ψαρό του, τον ήρωα τον Ψαρό, που απόθανε στη δουλειά του απάνω, σαν πολεμιστής απάνω στο κάστρο του.

Την άλλη μέρα σε κείνο το μέρος τίποτις άλλο δεν έβλεπες παρά μερικές ρώγες σκόρπιες εδώ και εκεί. Ο μπαρμπα-Γιάννης ήτανε θαμμένος στην Άγια-Μαρίνα λίγο παραπάνω, ο δύστυχος ο Ψαρός ήταν γκρεμισμένος μέσα σε χαράδρα βαθιά παρακάτω.

Δεν τον έθαψαν τον Ψαρό κι ας δούλεψε σ' όλη του τη ζωή. Τόνε λυπήθηκαν όμως τα όρνια και του ξεγύμνωναν τ' άσπρα τα κόκαλά του, και του τα ζέσταιν' ο ήλιος και του τα 'πλεναν οι βροχές, ώσπου αφανίστηκαν και κείνα, κι άλλο τώρα δεν του μένει του κακόμοιρου του Ψαρού παρ' αυτή η μικρή ιστορία.

Πηγή:Αργύρης Εφταλιώτης 
Νησιώτικες ιστοριες
Νεφέλη Αθήνα 1989 σ.158-162

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

 

ΠΩΣ ΕΝΑ ΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗ ΒΟΗΘΑΕΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟ ΑΛΛΟ

 Ήταν χειμώνας, χιόνια σκέπαζαν τα βουνά και τους κάμπους˙ κάτασπρες ήταν οι στέγες των σπιτιών.


Τα σπουργίτια δεν έβρισκαν τροφή και πεινούσαν.


Ένα σπουργίτι πέταξε στο στάβλο ενός αλόγου.


– Μου δίνεις την άδεια να φάω κι εγώ λίγους σπόρους; του λέει. Όλα γύρω τα σκέπασαν τα χιόνια. Δε βρίσκω να φάω και πεινώ το άμοιρο. Αν έβρισκα, δε θα ζητιάνευα.




Το άλογο αποκρίθηκε με καλοσύνη:


– Έλα κοντά με θάρρος και φάε όσο θέλεις. Είναι εδώ αρκετό κριθάρι και για μένα και για σένα. Το σπουργίτι πλησίασε, κι έτσι έτρωγαν μαζί, σαν αγαπημένοι φίλοι. Αφού χόρτασε, το σπουργίτι είπε:


– Σ’ ευχαριστώ, σ' ευχαριστώ πολύ. Μου έκανες μεγάλη χάρη και δε θα τη λησμονήσω. Κι ενώ πετούσε, έλεγε με το νου του: – Η χάρη θέλει αντίχαρη. Μα τι μπορώ να κάμω, εγώ ο μικρός, στο μεγάλο και δυνατό άλογο;


Πέρασε ο χειμώνας, ήρθε η άνοιξη, κι ύστερα το καλοκαίρι. Πολύ μεγάλη ήταν η ζέστη. Πλήθος μύγες ήταν στο στάβλο και πείραζαν το άλογο και δεν το άφηναν να ησυχάσει. Τότε είπε ο σπουργίτης:


– Να ώρα, να κάμω κι εγώ κάτι στο καλό άλογο. Πέταξε μέσα στο στάβλο και κατάπινε τις μύγες. Έτσι χόρταινε, μα και λευτέρωνε το φίλο του από τη μεγάλη ενόχληση. Το άλογο χλιμίντριζε από ευχαρίστηση, σα να έλεγε στο σπουργίτι:


– Σ’ ευχαριστώ, αγαπητό μου σπουργιτάκι.




Αρ. Π. Κουρτίδης, Ανθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, Μέρος Πρώτο, Ο.Ε.Δ.Β.

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021



 Η ΑΜΥΓΔΑΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΒΟΡΙΑΣ 

     

Κάποτε ζούσαν σε έναν πύργο ένα πανέμορφο κορίτσι με την μητέρα του. Το κορίτσι αυτό το έλεγαν      Αμυγδαλιά. Η μητέρα της την υπεραγαπούσε, και δεν την άφηνε το χειμώνα να βγαίνει από τον πυργο.   Δεν την άφηνε γιατί φοβόταν μήπως αρρωστήσει, λόγω που ήταν πολύ ντελικάτη. Τις χειμωνιάτικες μέρες η Αμυγδαλιά, καθόταν στο ζεστό της δωμάτιο, και μέσα από το παράθυρο της, έβλεπε την βροχή που έπεφτε τις νιφάδες που στροβιλίζονταν σε τρελό χορό, και τον αέρα να λυσσομανά και να μην αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμα του. Κάποια μέρα ο βοριάς ο πιο ψυχρός αέρας, πέρασε έξω από τον πύργο, και στο παράθυρο της Αμυγδαλιάς είδε το πανέμορφο κορίτσι. Ευθύς την ερωτεύτηκε, και σκέφτηκε τι  τρόπο να βρει, να την πλησιάσει και να την ζητήσει να τον παντρευτεί.


Πως όμως να την πλησιάσει σαν άνεμος; Αποφάσισε τότε να μεταμορφωθεί, σε ένα όμορφο νεαρό άντρα, και στάθηκε έξω από το παράθυρο της Αμυγδαλιάς. Εκείνη από την ομορφια του νεαρού άντρα, εντυπωσιάστηκε και δεν άργησε να τον ερωτευτεί.
- Άνοιξε το παράθυρο σου να σε δω! Είπε μια μέρα ο Βοριάς την Αμυγδαλιά.
- Τώρα τον χειμώνα, η μητέρα μου δεν με αφήνει να ανοίξω το παράθυρο μου, αλλά ούτε να βγω έξω από το δωμάτιο μου μην τυχών και αρρωστήσω, πρέπει να περιμένεις το καλοκαίρι για να βγω.
- Πες την μητέρα σου, ότι θέλω να σε παντρευτώ τώρα, το καλοκαίρι δεν περνάω από εδώ. Η Αμυγδαλιά τα είπε όλα στην μητέρα της.
- Μα κόρη μου πως να παντρευτείς έναν άγνωστο;
- Μητέρα να βγω για λίγο μόνο!
- Μην βιάζεσαι, και μην εμπιστεύεσαι έναν άγνωστο, σε παρακαλώ!


Μια μέρα όμως που έλειπε η μητέρα της Αμυγδαλιάς από τον πύργο, βρήκε την ευκαιρία και βγήκε έξω. 
Έτρεξε κοντά στον νεαρό άντρα, και εκείνος την αγκάλιασε. Ο Βοριάς όμως τόσο πολύ παγωμένος, που η δύστυχη Αμυγδαλιά, δεν άντεξε και ξεψύχησε. Ο Θεός την λυπήθηκε, και την μεταμόρφωσε σε δεντρο την αμυγδαλιά. Η αμυγδαλιά ανθίζει, πριν από όλα τα δέντρα. Έτσι ντύνεται κάθε χρόνο νυφούλα, και βιάζεται να συναντήσει τον αγαπημένο της, για να τον παντρευτεί.

Διασκευή: Καρακιτσιου Μ.




Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε



Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020


 ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΟΓΓΥΛΙ 

Μια φορά και ένα καιρό, ήταν ένας γέρος με την γριά του, και την εγγονή του. Μια μέρα ο γέρος φύτεψε ένα σπόρο από γογγύλι, το πότισε, και είπε.
-Μεγάλωσε γογγύλι, μεγάλωσε, και γίνε μεγάλο, και γλυκό. Αφού λοιπόν το περιποιήθηκε πήγε στο σπίτι. Το γογγύλι μεγάλωνε, και μεγάλωνε, και κάποια μέρα ο γέρος σκέφτηκε πως  ηρθε η ώρα, να το βγάλει από το χώμα.

Πάει ο γέρος στον κήπο, και άρχισε να τραβάει το γογγύλι να το ξεριζώσει, αλλά τίποτα το γογγύλι δεν έβγαινε από το χώμα! Ο γέρος τότε φωνάζει την γριά του, για να τον βοηθήσει. Η γριά πιάνει τον γέρο από την μέση, και εκείνος το γογγύλι, και τραβούν αλλά τίποτα, το γογγύλι δεν έβγαινε. Η γριά τότε φώναξε την εγγονή της για βοήθεια.

Η εγγονή πιάνει την γιαγιά της από την μέση, η γριά τον γέρο, ο γέρος το γογγύλι. Βάζουν όλη τους την δύναμη, και τραβούν, και τραβούν αλλά που, το γογγύλι δεν λέει να βγει από το χώμα. Η εγγονή τότε φωνάζει τον σκύλο της που έστεκε παρά πέρα, για να βοηθήσει και αυτός. Ο σκύλος πιάνει την εγγονή, η εγγονή την γιαγιά, η γριά τον γέρο, ο γέρος το γογγύλι. Τραβούν, τραβούν, ξανατραβούν, αλλά δεν μπορούν να το ξεριζώσουν. Τότε ο σκύλος φωνάζει την γάτα να βάλει ένα χεράκι. Η γάτα πιάνει τον σκύλο, ο σκύλος την εγγονή, η εγγονή την γιαγιά, η γιαγιά τον γέρο, ο γέρος το γογγύλι, τραβούν, τραβούν αλλά τίποτα. 

 Τότε η γάτα φωνάζει το ποντικάκι, να βάλει ένα χεράκι, για να βγάλουν το γογγύλι, από το χώμα. Το ποντικάκι πιάνει την γάτα, η γάτα τον σκύλο, ο σκύλος το κοριτσάκι, το κοριτσάκι την γιαγιά, η γιαγιά τον γερό, ο γέρος το γογγύλι, τραβούν και τραβούν, και ώπα το γογγύλι επιτέλους βγαίνει από το χώμα. Μεγάλη χαρά για όλους που κατάφεραν να το βγάλουν από το χωμα. Η γριά έκανε το γογγύλι μια νοστιμότατη σούπα, και έφαγαν όλοι μαζί ευχαριστημένοι.
Συμπέρασμα: και η πιο μικρή βοήθεια, μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη.

Ρωσικό λαϊκό παραμύθι 
Διασκευή: Καρακίτσιου Μαρία

Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε 

  Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους και πολλά πλούτη, που πριν π...