Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους και πολλά πλούτη, που πριν πεθάνει τα μοίρασε στους γιους του. Οι δυο μεγαλύτεροι έζησαν άσωτα, σπατάλησαν τους θησαυρούς του πατέρα τους ώσπου δεν έμεινε τίποτα και κατάντησαν ζητιάνοι. Ο μικρότερος, όμως, νοικοκυρεύτηκε με το μερίδιό του, παντρεύτηκε κι η γυναίκα του του έκανε μια πεντάμορφη κόρη. Σαν μεγάλωσε η κόρη, αυτός της έχτισε κάτω από τη γη ένα μεγάλο παλάτι. Έπειτα κλείδωσε την κόρη του εκεί μέσα κι έστειλε σ' όλο τον κόσμο αγγελιοφόρους να διαλαλήσουν πως όποιος έβρισκε τη βασιλοπούλα θα την έπαιρνε γυναίκα του. Αν όμως δεν την έβρισκε, θα πέθαινε. Αφού βρήκαν πολλοί το θάνατο, σκέφτηκε να δοκιμάσει κι ένα παλικάρι που η εξυπνάδα του ήταν μεγάλη όσο κι η ομορφιά του. Πήγε λοιπόν σ' ένα τσοπάνη και τον παρακάλεσε να τον βάλει σε μια χρυσόμαλλη προβιά κι έτσι μεταμφιεσμένο να τον πάει στο βασιλιά. Ο τσοπάνης δέχτηκε, πήρε μια προβιά
με χρυσό μαλλί, έκρυψε μέσα το παλικάρι, πρόσθεσε φαί και ποτό και πήγε στο με χρυσό μαλλί, έκρυψε μέσα το παλικάρι, πρόσθεσε φαί και ποτό και πήγε στο βασιλιά.
Σαν είδε αυτός το χρυσό αρνί, ρώτησε τον τσοπάνη: «Το πουλάς; ». Ο τσοπάνης απάντησε: «Όχι, βασιλιά, δεν το πουλάω. Αν όμως σ' αρέσει, μετά χαράς να σ' εξυπηρετήσω και να στο δανείσω για τρεις μέρες χωρίς ανταμοιβή. Μετά όμως το θέλω πίσω».
Ο βασιλιάς υποσχέθηκε να το επιστρέψει και ξεκίνησε να πάει το αρνί στην κόρη του. Πήγε στο παλάτι του και όταν έφτασε έξω από μια πόρτα φώναξε: «Ανοίξτε, τάρταρα, μάρταρα της γης!». Τότε η πόρτα άνοιξε μόνη της, κι αφού πέρασαν πολλά δωμάτια έφτασαν έξω από μια δεύτερη πόρτα. Ο βασιλιάς ξαναφώναξε: «Ανοίξτε, τάρταρα, μάρταρα της γης!». Τότε η πόρτα άνοιξε μόνη της κι ο βασιλιάς με τα' αρνί μπήκαν στην κάμαρα της πριγκίπισσας, που το πάτωμα, οι τοίχοι και το ταβάνι ήταν από ατόφιο ασήμι! Ο βασιλιάς καλημέρισε τη βασιλοπούλα, την έδωσε το αρνί κι έφυγε. Τη νύχτα ο νέος έβγαλε την προβιά. Και σαν είδε η βασιλοπούλα πως ήταν τόσο όμορφος, τον ερωτεύτηκε και τον ρώτησε: «Γιατί χώθηκες στην προβιά κι ήρθες εδώ;». Αυτός αποκρίθηκε: «Σαν είδα πως τόσοι και τόσοι δεν μπόρεσαν να σε βρουν κι έχασαν τη ζωή τους, σοφίστηκα αυτό το κόλπο για να έρθω κοντά σου». Τότε η βασιλοπούλα φώναξε: «Αχ, αυτό καλά το κατάφερες. Αλλά να ξέρεις πως δεν κέρδισες ακόμα το στοίχημα. Γιατί ο πατέρας μου θα μας μεταμορφώσει μαζί με τις δούλες μου σε πάπιες και θα σε ρωτήσει: ποια απ' αυτές τις πάπιες είναι η πριγκίπισσα; εγώ όμως τότε θα γυρίσω το λαιμό μου και θα καθαρίσω με το ράμφος τις φτερούγες μου, για να μ' αναγνωρίσεις».
Αφού έμειναν μαζί τρεις μέρες ξανάρθε στο βασιλιά ο τσοπάνης και ζήτησε πίσω το αρνί του.
Ο βασιλιάς πήγε στην κόρη του για να το πάρει. Αυτή έκανε πως λυπήθηκε πολύ, γιατί έπαιζε πολύ όμορφα με τα΄ αρνάκι. Αλλά ο βασιλιάς της είπε: «Δεν μπορώ να στ' αφήσω γιατί είναι δανεικό». Το πήρε λοιπόν και το ξανάδωσε στον τσοπάνη. Τότε το παλικάρι πέταξε την προβιά, πήγε στο βασιλιά και του είπε: «Βασιλιά, εγώ θα βρω την κόρη σου». Σαν είδε ο βασιλιάς το όμορφο παλικάρι, του είπε: «Κρίμα τα νιάτα σο, καλό μου παιδί. Αυτή η απόφαση στοίχισε τη ζωή σε πολλούς και θα σημαίνει και τον δικό σου το θάνατο». «Επιμένω, βασιλιά. Ἡ θα βρω τη βασιλοπούλα ή θα χάσω το κεφάλι μου». Τότε ο βασιλιάς μπήκε μπροστά και το παλικάρι τον ακολούθησε, ώσπου έφτασαν μπροστά στη μεγάλη πόρτα. Τότε το παλικάρι είπε στο βασιλιά: «Πες τρεις λέξεις για ν' ανοίξει». Κι ο βασιλιάς είπε: «Ποιες είναι αυτές οι λέξεις; Μήπως: κλειδαριά, κλειδαριά, κλειδαριά;». «Όχι», απάντησε το παλικάρι, «να πεις: Ανοίξτε, τάρταρα, μάρταρα της γης!». Σαν το έκανε αυτό ο βασιλιάς, η πόρτα άνοιξε και μπήκαν μέσα. Απ' το κακό του ο βασιλιάς δάγκωνε το μουστάκι του. Έφτασαν έπειτα μπροστά στη δεύτερη πόρτα κι έγινε όπως με την πρώτη. Μπήκαν μέσα και βρήκαν τη βασιλοπούλα.
Τότε ο βασιλιάς είπε: «Καλά, την πριγκίπισσα τη βρήκες. Τώρα όμως θα τη μεταμορφώσω μαζί με τις δούλες της σε πάπιες, κι αν μαντέψεις ποια απ' αυτές είναι η κόρη μου, θα την πάρεις γυναίκα σου». Και στη στιγμή ο βασιλιάς μεταμόρφωσε όλα τα κορίτσια σε πάπιες, τις έδειξε στο παλικάρι και του είπε: «Δείξε μου τώρα ποια είναι η κόρη μου». Τότε η βασιλοπούλα καθάρισε με το ράμφος της τις φτερούγες της, όπως είχαν κανονίσει, και το παλικάρι είπε: «Αυτή που καθαρίζει τις φτερούγες της είναι η βασιλοπούλα». Τότε ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έδωσε την κόρη του στο παλικάρι κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε
Λαϊκό παραμύθι Johann Georg von Hahn, Ελληνικά Παραμύθια, εκδ. Όπερα, Αθήνα 1991, σελ. 76 -79
Photos via: clipartof.com.1044075