Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Μια φορά και ένα καιρό σε ένα τόπο μακρινό, ζούσε μια γυναίκα με τα τέσσερα παιδιά της. Έναν γιό και τρεις κόρες. Τον γιό τον έλεγαν Σκαντζόχοιρο, και τις κόρες Χελώνα, Αράχνη, και Μέλισσα. Όταν τα παιδιά ήταν μικρά, πέθανε ο πατέρας τους και η μάνα τους ξενοδούλευε, για να τα μεγαλώσει. Τα παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και έφυγαν από το πατρικό τους σπίτι. Από την κούραση και την ταλαιπωρία, που πέρασε όλα αυτά τα χρόνια, αρρώστησε και δεν μπορούσε να δουλέψει. Έπεσε βαριά άρρωστη στο κρεβάτι. Οι γείτονες δεν την έβλεπαν για μέρες, να πηγαίνει πρωί πρωί στην δουλειά της, και ανησύχησαν. Ένα πρωινό μια γειτόνισσα πήγε για να δει τι συμβαίνει, και την βρήκε στο κρεβάτι. 
- κυρά γειτόνισα, σε παρακαλώ ειδοποίησε τα παιδιά μου, πως είμαι άρρωστη πολύ και τα θέλω κοντά μου. 

Η γειτόνισσα πήγε πρώτα στον γιό της τον Σκαντζόχοιρο.
 - Σκαντζόχοιρε, η μάνα σου είναι πολύ άρρωστη και σε χρειάζεται.
Ο Σκαντζόχοιρος έφραζε εκείνη την ώρα, το αμπέλι του, και είπε.
-δεν μπορώ κυρά γειτόνισσα, γιατί όπως βλέπεις έχω δουλειά. 
Η γυναίκα έφυγε πήγε στην μάνα του Σκαντζόχοιρου, και της μετέφερε τα λόγια του γιού της.
- τα παλούκια που φράζει, να μπουν στην πλάτη του.
Και από τότε ο γιος της μεταμορφώθηκε, σε ζωάκι σκαντζόχοιρο, με τα αγκάθια στην πλάτη του.
Την άλλη μέρα η γειτόνισσα πήγε να βρει την κόρη της την Χελώνα.
- κόρη μου Χελώνα, ήρθα να σε πω πως η μάνα σου είναι άρρωστη βαριά και σε χρειάζεται.
Η Χελώνα έπλενε ρούχα στην σκάφη και λέει στην γυναίκα. 
- κυρά γειτόνισσα όπως βλέπεις έχω μπουγάδα, και δεν μπορώ να πάω.
Η γυναίκα έφυγε, και μετέφερε τα λόγια της Χελώνας στην μάνα της, και εκείνη απάντησε.
- κόρη μου σε έυχομαι η σκάφη να γυρίσει στην πλάτη σου, να γίνει σπιτι σου, και να την σέρνεις όπου και αν πας.
Από τότε η κόρη της έγινε η χελωνα. Τότε έστειλε την γειτόνισσα στην άλλη κόρη την Αράχνη.

Και αυτή βρήκε δικαιολογία γιατί ύφαινε.
- δεν μπορώ κυρά γειτόνισσα να έρθω, γιατί υφαίνω.
Σαν άκουσε η μάνα της την δικαιολογία, της κόρης της δάκρυσε και την καταράστηκε.
- κόρη μου, να υφαίνεις μέρα νύχτα,σταματημό να μην έχεις. Οι άνθρωποι να χαλούν  τα υφαντά 
σου, και να σε κυνηγούν. Έτσι από τότε έγινε η αράχνη. Τέλος έστειλε την γειτόνισσα στην τρίτη κορη την Μέλισσα.
Όταν είδε την γυναίκα πρωί πρωί ανησύχησε και είπε.
- καλώς την! Πως και ήρθες τόσο πρωί; Η γυναίκα της εξήγησε, πως η μάνα της είναι βαριά άρρωστη. Η Μελισσα εκείνη την ώρα ζύμωνε, τα χέρια της ήταν γεμάτα ζυμάρι, και έτσι παράτησε το ζύμωμα και έτρεξε στην μάνα της. Η μάνα της χάρηκε πολύ που την είδε και της είπε.
- γιατί κόρη μου έχεις τα χέρια σου γεμάτα ζυμάρι;
- μάνα μου ζύμωνα, και έτρεξα να έρθω κοντά σου.
- την ευχή μου κόρη μου, να έχεις. Από λουλούδι σε λουλούδι να πετάς, να μαζέυεις το μέλι απο τα λουλούδια, και να κανείς το ολόγλυκο μέλι, και το ζυμάρι στα χέρια σου να γίνεται κερί, για τις εκκλησίες. 
Έτσι η κόρη έγινε η μέλισσα που θεωρείται ευλογημένη.

Μ.Κ
Παραμύθι της Λέρου 

Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥ

Μια φορά και έναν καιρό σε έναν τόπο μακρινό υπήρχε μια οικογένεια που έχει μελίσσια. Μια αλεπού παμπόνηρη, έβλεπε το μελίσσι και το έβαλε στο μάτι! Σκεφτόταν λοιπόν πως να καταφέρει να έχει λίγο από το ολόγλυκο μέλι της κυψέλης. Ένα πρωινό μια ιδέα της ήρθε στο μυαλό.
 Φώναξε τον λύκο, τον κυρ-Νικόλα και του είπε.
-φιλε Νικολό, να πάμε να κλέψουμε από την κυψελη, αλλά θα πας εσυ να το πάρεις, και εγώ θα φυλάγω μην μας δουν. 
Ο κύρ- Νικολής ο λύκος φέρνει το μέλι στην αλεπού, αλλά αυτή το θέλει όλο για τον εαυτό της, και όχι να το μοιραστεί με τον φίλο της.
 -Γύρνα Νικολή, να δεις πως περνάει μια νύφη από τον δρόμο με όλο το συμπεθεριό!
Γυρνάει ο λύκος, να δει την νύφη και το συμπεθεριό, αρπάζει η αλεπού το μέλι, και μην την είδατε!
Έτσι ο καημένος ο Νικολός, έμεινε με την όρεξη, και ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Μ.Κ


  Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους και πολλά πλούτη, που πριν π...