Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΝΗΣΤΙΚΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

 
Μια φορά και ένα καιρό σε ένα τρόπο μακρινό, ζούσε ένα μικρό ποντικάκι, που ήταν πολύ δυστυχισμένο. Ήταν συνεχώς πεινασμένο, και όσο κι αν έψαχνε, δεν έβρισκε εύκολα κάτι να φάει. 
Έτσι το καημένο, είχε αδυνατίσει παρά πολύ. Μια μέρα βρήκε σε ένα υπόγειο, ένα καλάθι γεμάτο καλαμπόκι. Το καλάθι είχε μια τρυπούλα, και το ποντικάκι έτσι που είχε αδυνατίσει τρύπωσε πολύ εύκολα μέσα στο καλάθι.

Άρχισε λοιπόν να τρώει μέ πολύ μεγάλη όρεξη. Τόσο πολύ μεγάλη ήταν η πείνα του, που δεν έλεγε να σταματήσει! Στο τέλος έφαγε τόσο πολύ που η κοιλιά του, φούσκωσε σαν μπαλόνι. Αποφάσισε κάποια στιγμή να βγει από το καλάθι. Προσπάθησε να σκαρφαλώσει αλλά από το πολύ φαγητό δεν μπορούσε. Αλλά ούτε και από την τρυπουλα χώραγε να βγεί.

 -πως να βγω τώρα; Τι να κανω; 

Κλαψούρισε το ποντικάκι. Ακριβώς εκείνη την στιγμή περνούσε ένας αρουραίος, και άκουσε τα κλαψουρίσματα του ποντικούλι. 

 -ποντικάκι αφού έφαγες τόσο πολύ, και φούσκωσες, περίμενε εκεί μέσα, έως ότου αδυνατίσεις, για να μπορέσεις να βγεις έξω.




Κ.Μ


Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020


ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ

Μια φορά ήταν ένα δεκάχρονο αγόρι που οι γονείς του ήταν φτωχοί, και εκείνο έπρεπε να βοηθάει στα χωράφια, όταν τελείωνε το σχολείο του. Σαν έπεφτε το δειλινό αισθάνονταν πολύ κουρασμενο. Κάθονταν στο πεζούλι της αυλης του σπιτιου, να ξεκουραστεί. Από εκεί έβλεπε τα βουνά απέναντι, που οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου τα φώτιζαν.

       
 Έβλεπε λοιπόν  ένα σπίτι με χρυσά παράθυρα, στην κορυφή του λόφου. « Κάποιο παλάτι θα είναι» συλλογίζονταν το αγόρι. «Σίγουρα θα είναι παλάτι που αντί για τζάμια όπως έχει το δικό μου θα είναι από διαμάντια, σμαράγδια, χρυσάφι και ασημί. Πρέπει να πάω κάποτε σε αυτό το παλάτι, να δω ποιοι άνθρωποι μένουν σε ένα τόσο πλούσιο και ομορφο σπίτι» σκεφτόταν.
Το σχολείο τελείωσε σε λίγες μέρες, και του είπε ο πατέρας του. 

 -Γιε μου, κουράστηκες πολύ ολη την χρονιά με το σχολείο, και τις δουλειές. Αύριο μπορείς να ξεκουραστείς, να μην κάνεις τίποτα.

- Πατέρα μπορώ να πάω προς τα εκεί;

Ρώτησε και έδειξε προς την μεριά του παλατιού με τα χρυσά παράθυρα. 

 - Και βέβαια, να προσεχείς και να μάθεις κάτι από αυτό το ταξίδι. 

Έτσι και έγινε, το αγόρι ξύπνησε πρωί πρωί, πήρε μαζί του κολατσιό, και πήρε τον δρόμο για το παλάτι.
 Αρκετή ώρα βάδιζε και κάποια στιγμή πείνασε. Έκατσε στην άκρη του δρόμου, έφαγε το ψωμί του ήπιε νερό που είχε στο παγούρι του, σηκώθηκε και συνέχισε στον δρόμο προς το ομορφο σπίτι. Μετά από αρκετή ώρα, έφτασε στον λόφο που στην κορυφή του, ήταν το ομορφο παλάτι με τα χρυσά παράθυρα. Σαν έφτασε κοντά, είδε πως ήταν ένα απλό και φτωχικό σπιτάκι και δεν έμοιαζε με καθόλου με ανάκτορο. « Ίσως να έχουν κλείσει τα παντζουρια, και δεν φαίνονται τα χρυσά του παράθυρα» σκέφτηκε το αγόρι. Ζύγωσε λίγο ακόμα, και του ήρθε να κλάψει. Το σπιτάκι αυτό δεν είχε τζάμια χρυσά, αλλά απλά πολύ απλά τζάμια. Μια κοπέλα καθόταν στην αυλή του σπιτιού.

 - Έβλεπα από μακριά τα χρυσά παράθυρα σας, και ήρθα να τα δω από κοντά αλλά βλέπω πως είναι απλά τζάμια. 

 - Δεν υπάρχει πουθενά ασημί ή, χρυσάφι, η οικογένεια μου είναι φτωχή, μα και τα γυάλινα παράθυρα παράθυρα είναι μια χαρά. 

Είδε το αγόρι που στεναχωρέθηκε πολύ και είπε.

 - Φαίνεται πως πήρες τον λάθος δρόμο, το παλάτι με τα χρυσά τζάμια είναι στον λόφο απέναντι  

 εκεί που ο ήλιος ανατέλλει. Για έλα να σου δείξω. 

 Κράτησε το αγόρι από το χέρι, και ανέβηκαν πιο ψηλά στην κορυφή. 

 - Δες τι ομορφο παλάτι που είναι! Αυτό έχει παράθυρα από χρυσάφι ασημί και διαμάντια. Πως θα ήθελα να βρεθώ εκεί!

Είπε το κορίτσι και έδειξε προς την Ανατολή. Το αγόρι κοίταξε εκεί που έδειχνε το κορίτσι, και είδε να λάμπει στολισμένο με χρυσάφι και διαμάντια, το δικό του σπίτι. 

 - Πολύ ομορφο σπίτι, είπε. 

Σε λίγη ώρα αποχαιρέτησε το κορίτσι, και πήρε τον δρόμου του γυρισμού. Σαν έφτασε στο σπίτι του ο πατέρας του τον ρώτησε. 

 - Πως πήγε η βόλτα σου γιέ μου; Έμαθες κάτι καλό; 

 - Ναι πατέρα μου έμαθα πως το σπίτι μας, έχει χρυσά παράθυρα. 

Είπε το αγόρι όλο χαρά. 

Μ.Κ
« η Σοφία των λαών» Φινλανδία 





Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΛΑΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο ΓΕΡΟΣ Η ΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΑΚΙ

Μια φορά και έναν καιρο, σε ένα μικρό χωριό ζούσε ένας γέρος και μια γριά. Αυτοί είχαν ένα γουρουνάκι, και περίμεναν οι καημενοι πότε θα μεγαλώσει, για να το σφάξουν.

-Αχ! Γέρο μου πότε θα μεγαλώσει το γουρουνάκι μας για να το σφάξουμε; 

-Κάνε υπομονή θα μεγαλώσει! έλεγε ο γέρος

 Οι μέρες περνούσαν, και το γουρουνάκι σιγά σιγά μεγάλωσε και πάχυνε. Λέει μια μέρα η γριά του γέρου.

-Γέρο μου, το γουρουνάκι μας μεγάλωσε για καλά!

-Ε! τώρα ήρθε ο καιρός να το σφάξουμε, είπε ο γέρος.

 Αφού το έσφαξαν, ξεκίνησαν ο γέρος με την γριά, να μαζέψουν ξύλα από το δάσος. Το γουρουνάκι το τακτοποίησαν σε μια μεγάλη λεκάνη και γραμμή για το δάσος. Στο δρόμο συνάντησαν, έναν ξένο άντρα. 

  -Πού πάτε καλοί μου γέροντες; ρώτησε ο ξένος.

 -Α, να πάμε στο δάσος να κόψουμε ξύλα, για να μαγειρέψουμε το γουρουνάκι που σφάξαμε. 

-Και το γουρουνάκι σας που το έχετε;

 -Το έχουμε στο σπίτι μας, σε μια μεγάλη λεκάνη.

-Και το σπίτι σας που είναι;  

 -Να, λίγο πιό κάτω από εδώ.

 -Και η πόρτα σας τι χρωμα έχει;

 -Είναι γαλάζια η πόρτα μας.

 -Το κλειδί της πόρτας που το έχετε; 

 -Κάτω από την γλάστρα το κρύβουμε.

Αυτά είπαν ο γέρος, και η γριά με τον ξένο. Ο ξένος έφυγε και οι δυο τους πήγαν έκοψαν ξύλα, και γύρισαν στο σπίτι τους. Τι να δουν όμως! Η λεκάνη ήταν άδεια και το γουρουνάκι είχε κάνει φτερά. 

 -Γέρο μου το γουρουνάκι μας, δεν είναι στην λεκάνη! είπε η γριά.

Ο γέρος πήγε στο μαγειριό είδε την λεκάνη άδεια, και είπε στην γριά του. 

 -Δεν έπρεπε γριά, να πούμε στον ξένο που έχουμε το γουρουνάκι μας, τώρα πάει το έκλεψε!

Άτυχοι οι καημένοι, έφαγαν μόνο ψωμί με ελιές, αντί ψητό γουρουνάκι! 


Μ.Κ




Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

Δευτέρα, 17 Ιουνίου 2019





Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΔΙΚΑ

Κάποτε μαζεύτηκαν όλα τα πουλιά και συμφώνησαν, να βάλουν τα παιδιά τους στο σχολείο, για να μάθουν γράμματα. Βρήκαν ένα δάσκαλο, και τον διόρισαν. Άνοιξε το σχολείο και πήγαν, και έγραψαν τα παιδιά τους.
 Με μετά από λίγες μέρες, κάποια παιδιά δεν ήξεραν το μάθημα τους. Έτσι ο δάσκαλος τα άφησε νηστικά για τιμωρία, το μεσημέρι. Μαζί με τα αλλά παιδιά, ήταν και το παιδί της κουκουβάγιας.
 Όταν η κουκουβάγια το μεσημέρι, είδε ότι το παιδί της δεν σχόλασε, πήρε ψωμί και πήγε στο σχολείο, να του το δώσει. Στο δρόμο αντάμωσε την πέρδικα. Πήγαινε και εκείνη ψωμί, στο παιδάκι της.
 Λέει η πέρδικα στην κουκουβάγια.
«σε παρακαλώ γειτόνισσα πάρε και το δικό μου ψωμί, να το δώσεις στο παιδάκι μου, γιατί έχω μια δουλειά»
« καλά γειτόνισσα θα το πάρω και θα το δώσω, μα δεν ξέρω το παιδάκι σου» 
«Α! λέει η πέρδικα, θα το βρεις εύκολα, το μωρό μου είναι το ομορφότερο από όλα»
 Πήρε το ψωμί η κουκουβάγια, και γραμμή για το σχολείο. Παρακάλεσε τον δάσκαλο, να την αφήσει να δώσει το ψωμί στο μωρό της, και να δει και τα αλλά παιδάκια. Κοίταξε καλά,καλά να δει το μωρό της πέρδικας, αλλά δεν το βρήκε. Γύρισε πίσω και πήγε να βρει την πέρδικα, για να την δώσει πίσω το ψωμί, και της λέει.
« τι να σου κανω! κοίταξα πολύ ώρα γύρω γύρω, και δεν βρήκα το παιδί σου, γιατί ομορφότερο παιδί από το δικό μου, δεν βρήκα!

Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

Η ΛΑΜΠΡΗ

Νταγκ-νταγκ-νταγκ-νταγκ! χτυπούσε χαρμόσυνα τα μεσάνυχτα η καμπάνα της Λαμπρής.
Εγώ ζωγραφίζοντας μια πέρδικα με το κερί σε ένα κόκκινο αυγό, δεν είχα αποκοιμηθη, τα αλλά μου τα αδέρφια κοιμούνταν ξένοιαστα σαν τον καλό καιρό. Η μητέρα μου χώριζε τα φρεσκοπλυμένα άσπρο ρουχα του κάθε ενός. Η κυρα μάνα μου με την ψυχοπαίδα της παιδεύονταν στο μαγειρειό με την «μαγειρίτσα», με τα συκωτακια και τα αλλά λιανωματα του αρνιού, με μάραθα και τηγανισμένα ψωμάκια.
 Με την καμπάνα ακούστηκε από την αλλά κάμαρη η φωνή του πατέρα:
- Σηκωθητε κι ετοιμαστήτε γρήγορα, να μην κάθετε ο κόσμος και μας καρτερή!
Που να ξυπνήσουν όμως τα αδέρφια μου! Ο μικρός μάλιστα αν δεν τον ράντιζαν με νερό, θα κοιμόταν ακόμα ως τώρα, στο τέλος λίγο έλειψε να έρθει άνιφτος κοντά μας.
- Πήρατε τις λαμπάδες σας; ρωτά ο πατέρας μου, και την μεγάλη για τον Χριστό; Σβησατε καλά τις φωτιές; Μην αφήσατε τη γάτα στο μαγειριό με το αρνί; Πάμε λοιπόν, χρονιάσατε όσο να ετοιμαστήτε!


Όλος ο κόσμος στο ποδάρι. Άλλος έκλεινε το σπίτι του, άλλοι έτρεχαν αμίλητοι για την εκκλησία με τα δαδιά δυο χέρι, για να βλέπουν να περπατούν, κάποιος φώναζε τους γείτονες του άν ξύπνησαν, και η καμπάνα χτυπούσε ασταμάτητα: Ντάγκ-νταγκ- νταγκ-νταγκ....
Την εκκλησία την βρήκαμε γεμάτη. Ο παπάς καρτερουσε όλο το χωριό, για να βάλει ευλογητό, έστελνε τα παιδιά στα σπίτια να ξυπνήσουν τους κοιμισμένους κι αυτά έσπαζαν τα παράθυρα με τις πέτρες και τράνταζαν τις πόρτες με χτυπήματα όσο να τους ξυπνήσουν.
Ο γερό- Μπίρος μοναχά, που δεν μπορούσε να περπατήσει από τους ρευματισμούς, δε θα άκουγε την  πασχαλινή λειτουργία, αλλά αν άρρωστος και κατάκοιτος ήταν συγχωρεμένος.
- Οι άλλοι όλοι είμαστε εδώ; ρώτησε ο παπάς.
- Είμαστε, δέσποτα.
- Εμπρός λοιπόν: ζεις το όνομα του Πατρός....
   Άμα βγήκε έξω στον νάρθηκα για το «Χριστός Ανέστη», να ο γέρο- Μπίρος καβαλα στο μουλάρι του μπροστά στον παπά.
- Δεν μπορούσα να το χωνέψω αυτό, έλεγε, να απομείνω έτσι φέτος από τα παλιοπόδαρα! Ακόμα είμαι ζωντανός, δεν είμαι πεθαμένος!





      





 Την ώρα που απολύσεις η εκκλησία και γυρίζαμε όλοι με τις άσπρες λαμπάδες αναμμένες, για να πάμε και στα σπίτια την χάρη της Λαμπρής από το «δέυτε λάβετε φως», άσπρισε πέρα στο βουνό και η ανατολη. Αχ! τι όμορφα μοσχοβολούσαν αυτή την ώρα τα ανθισμένα δέντρα στις αυλές και στους κήπους!
Οι άνθρωποι χώριζαν για τα σπίτια τους με τις ευχές στο στόμα: «Χριστός Ανέστη!» «Χρόνια πολλά!» «Χαρούμενοι, με ότι αγαπά η καρδιά σας!» 
Τα αηδόνια το έλεγαν στα λακκώματα κάτω, μέσα στα βάτα.
Προτού να μπούμε στο σπίτι μας, εμείς τα παιδιά περάσαμε κι από την μάντρα, για να φωτιστούν από την λαμπάδα μας και τα γιδοπρόβατα με τα αρνιά και τα κατσίκια, περάσαμε κι από το μουλάρι μας, τη Σίβα. Το σκυλί μας δέχτηκε με τόση χαρά το καημένο στην αυλή!
 Η πρώτη μας δουλειά ήταν να τραβήξουμε στην τραπεζαρία.
Η μαγειρίτσα ήταν έτοιμη, οι λαμπροκουλουρες βγήκαν από το ντουλάπι και η Ρήνα η ψυχοπαίδα μας, έφερε και τα κόκκινα αυγά, για να τσουγκρίσουμε με το «Χριστός Ανέστη» 
Παίρνουμε να τσουγκρίσουμε και τι να δούμε! Ο μικρός αδερφός μου, για να βρει ποιο αυγό είχε πιο γερή μύτη και να νικήσει τα αλλά παιδιά, δοκιμαζοντας το ένα με το άλλό, δεν είχε αφήσει κανένα γερό στην κανίστρα! 
- Για τιμωρία του, είπε ο πατέρας μας, να γυρίζει ύστερα τη σούβλα με το αρνί μοναχός του στον κήπο. Εκεί όμως που το γύριζε, όλοι τον παρακαλούσαμε να μας αφήσει λίγο να γυρίσουμε και εμείς και εκείνος μας έκανε τον βαρύ, σαν να μας χάριζε κάτι δικό του. Μονάχα η Ρήνα μας δεν πρόφτασε να τον βοηθήσει γιατί κουβαλούσε από το πρωί τις λαμπροκουλουρες και τα κόκκινα αυγά στους δεκαεπτά βαφτιστικους της μητέρας.

  Η ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΡΥΜΜΕΝΗ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς που είχε τρεις γιους και πολλά πλούτη, που πριν π...